Λεξικό
sato
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " sato" σημαίνει: χωριό(σπίτι-μέρος προέλευσης ενός ατόμου)
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "sato" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη mac13 στις 26/02/2008 και έχει προβληθεί 3413 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
kibou, giketsu, chikushou, arigatou, bi, uma, kaisen, kakehiki, uragirimono, jouzu, chi, oyu, totemo, girishajin, neko, zutto, shin / yon, byouin, hara, yamete, muden, yukata, mugen, boushi, kau, mau, atama, amerika, resutoran, kiba, asatte, jigoku, jigai, hima, banzai
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|