Λεξικό
sato
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " sato" σημαίνει: χωριό(σπίτι-μέρος προέλευσης ενός ατόμου)
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "sato" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη mac13 στις 26/02/2008 και έχει προβληθεί 3406 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
dairiseki, hanabi, kome, asoko, apaato, matsuei, imi, hajimemashite, omoshiroi, kuuki, kanashii, yakuza, arimasu, akumagari, riku, usotsuki, wakarimasen, wara, shiro, tamago, hatake, kimeru, ittekimasu, e, fuuin, rekishi, tadaima, maji, roku, haha, sakura, uso, tomodachi, seigi, nakama
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|