Λεξικό
sato
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " sato" σημαίνει: χωριό(σπίτι-μέρος προέλευσης ενός ατόμου)

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "sato" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη mac13 στις 26/02/2008 και έχει προβληθεί 3125 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
wake, shukudai, okane, ame, densetsu, enpitsu, hengen, kaku, chimimouryou, tsuki, shin / yon, hata, achi-kochi, hane, shyuukyou, kuuki, kanashii, kiru, kami, mon, juurai, kibou, hai, oka, mado, otoosan, ongaku, akumu, baiku, kouman, ushi, shiragiku, namae, sobo, bokken
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|