Λεξικό
kao
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " kao" σημαίνει: πρόσωπο (στο κεφάλι)

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "kao" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη elissaios στις 25/08/2007 και έχει προβληθεί 3146 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
suzu, kagami, okurimono, sayounara, onnanoko, shiawase, risu, ie, maboroshi, haru, abaku, baiku, bara, ageku, girishajin, sato, taida, hatake, yukata, warui, maru, shoujo, ta, tsuki, higashi, gurai, miito-boru, yuubinkyoku, iie, suugaku, hansamu, shashin, shinka, aka, enpitsu
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|