Λεξικό
tori
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " tori" σημαίνει: πτηνό, πουλί
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "tori" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Blademaster_X στις 19/09/2007 και έχει προβληθεί 3077 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
denwa, kaizen, oosutoraria, tsuchi, benkai, san, atatakai, hokori, nishi, yokubou, soko, ani, kawa, michi, gaikoku-no, eiga, hato, kankei, tora, kagi, usotsuki, unmei, kaku, taida, kore, itachi, nibanmeni, nande, baransu, haruno, ringo, hana, yuuutsu, nanda, heya
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|