Λεξικό
ani
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " ani" σημαίνει: αδερφός (μεγαλύτερος)

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "ani" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη elissaios στις 25/08/2007 και έχει προβληθεί 3196 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
enpitsu, shishi, sora, tachi, tonakai, desu, yoake, tantei, kazoku, furansu, matsuei, kasa, fuuin, engeki, mau, yuuutsu, dare, atatakai, yasashii, Mekishiko, ousama, kanshoku, gyuunyuu, shigoto, sugoi, yumi, kochi, noroi, shitto, fuyu, oni, gomen, jikken, zenmen, hajimemashite
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|