Λεξικό
mori
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " mori" σημαίνει: δάσος
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "mori" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Cougar στις 17/10/2007 και έχει προβληθεί 3287 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
kasa, mori, inochi, youjimbo, kaisen, bo-to, suupaa, tamago, fuyu, asa gohan, washi, soshiki, te, in/kaiin, fuuin, shijin, mon, kinen, hidoi, e-di-konba-ta-, yowasa, gomen, shitto, seiza, shinyuu, seifu, gomu, maru, shippu, noroi, gurai, jakuten, kani, kisoku, kami
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|