Λεξικό
mori
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " mori" σημαίνει: δάσος

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "mori" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Cougar στις 17/10/2007 και έχει προβληθεί 3143 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
moshimoshi, junan, chikara, kai, ku / kyuu, amerika, toko, kaiten, haji, ankoku, itoko, yuki, hon, rei, seigi, nichiyoubi, yorokonde, za, ana, keiji, oka, oyu, okane, migi, onnanoko, chuugoku, wake, gokigenyo, musuko, bukkyou, ki, sarabada, zutto, warui, tora
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|