Λεξικό
toko
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " toko" σημαίνει: μέρος, διεύθυνση, περιοχή, το σπίτι κάποιου

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "toko" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη vazelos3 στις 10/09/2008 και έχει προβληθεί 3400 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
ta, benkai, furo, ichi, barabara, kemono, onaji, tsuki, kimi, hondana, ashita, kuroi, hyozan, usotsuki, makoto, tatsumaki, ni, amerika, masaka, youjimbo, henji, ondo, taiyou, juuryou, yakuza, ise-ebi, ie, shinyuu, ima, toshokan, kai, hazukashii, senpai, yukata, inu
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|