Λεξικό
toko
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " toko" σημαίνει: μέρος, διεύθυνση, περιοχή, το σπίτι κάποιου
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "toko" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη vazelos3 στις 10/09/2008 και έχει προβληθεί 3621 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
boku, shishi, toko, nikuyoku, anata, domo, daasu, subete, jirai, chikara, yokan, arubaito, girisha, raihousha, shura, uragirimono, sakura, toki, tako, mugiwara-boshi, yuukou, shi, ongaku, enpitsu, baransu, shima, akumagari, terebi, mushi, toire, gekido, tasukete, yuki, akumu, toge
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|